- οπλοπωλείο
- τοκατάστημα πώλησης όπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὁπλοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπλοπωλείο — το κατάστημα πώλησης όπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)